-
1 работа
-ы θ.1. εργασία, δουλειά.• физическая работа χειρονακτική (σωματική) εργασία•умственная работа πνευματική εργασία•
научная επιστημονική εργασία•
тяжлая работа βαριά δουλειά.• лгкая работа ελαφριά δουλειά.• чрная χοντροδουλειά•
женская работа γυναικεία δουλειά.
2. πλθ. -ы εργασίες, δουλειές, έργα•полевые -ы αγροτικές δουλειές•
принудительные -ы καταναγκαστικά έργα•
фортификационные -ы οχυρωματικά έργα•
мелиоративные -ы εγ-γειοβελτικά έργα•
каторжные -ы τα κάτεργα.
|| υπηρεσία, εργασία, δουλειά•поступить на -у πιάνω δουλειά.• снять с -ы απολύω από τη δουλειά•
сельскохозяйственные -ы γεωργικές εργασίες•
раздать всем -у δίνω σ' όλους δουλειά.• быть без -ы είμαι χωρίς δουλειά, είμαι άνεργος•
искать -у ψάχνω (να βρω δουλειά).
3. έργο•печатные -ы δημοσιευμένα έργα•
дипломная работа πτυχιακή εργασία (μελέτη)•
выставка работ художника έκθεση έργων ζωγράφου•
прочная работа στέρεα (γερή) δουλειά.
εκφρ.брать (взять) на -у а) – προσλαμβάνω στη δουλειά, β) δουλεύω κάποιον, κάνω του χεριού μου, υπατακτικό. -
2 труд
-а α.1. εργασία, δούλε ιά•физический труд χειρωνακτική εργασία•
умственный труд πνευματική εργασία•
намный труд μισθωτή εργασία•
производительность -а παραγωγικότητα της εργασίας•
орудия -а εργαλεία της δουλειάς•
плата за -ы ο μισθός της δουλειάς•
разделение -а καταμερισμός εργασίας•
жить своим -ом ζω με τη δουλειά μου.
|| πλθ. -ы ασχολίες, φροντίδες. || εξυπηρέτηση.2. έργο•научный труд επιστημονική εργασία.
3. προσπάθεια, ένταση• κόπος, μόχθος• δυσκολία•с большим -ом με μεγάλη δυσκολία•
взять на себя -κάνω τον κόπο.
εκφρ.без -а – χωρίς κόπο, εύκολα•с -ом – με κόπο, δύσκολα•египетский - – εξαντλητική δουλειά (όπως των πυραμίδων). -
3 научный
научный επιστημονικός·\научныйая работа η επιστημονική εργασία· \научный работник о επιστήμονας* * *нау́чная рабо́та — η επιστημονική εργασία
нау́чный рабо́тник — ο επιστήμονας
-
4 научно-исследовательский
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > научно-исследовательский
-
5 научный
научн||ыйприл ἐπιστημονικός:\научныйая работа ἡ ἐπιστημονική ἐργασία· \научный работник ὁ ἐπιστήμονας [-ων]. -
6 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
См. также в других словарях:
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
ανασκαφή — Όρος στην αρχαιολογία που δηλώνει το σύνολο των εργασιών που κρίνονται απαραίτητες για να έρθουν στο φως αρχαία μνημεία, ναοί, θέατρα, νεκροπόλεις, κατοικίες κλπ., που έχουν εντελώς ή κατά ένα μέρος σκεπαστεί από το χώμα. Οι πρώτες α. έγιναν την… … Dictionary of Greek
ЗИСИС — [греч. Ζήσης] Феодор (род. 20.01.1941), протопр., проф. богословского фак та Фессалоникского ун та им. Аристотеля, писатель и публицист. Род. в сел. Панайия на о ве Тасос, где служил священником его отец. В 1945 г., после окончания второй мировой … Православная энциклопедия
διάτρητος — η, ο (AM διάτρητος, ον) [διατετραίνω] αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την έκταση, κατατρυπημένος νεοελλ. φρ. «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική εργασία» αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς αρχ. 1. παράθυρο … Dictionary of Greek
ερμηνεία — η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς] 1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας 2. μετάφραση κειμένου 3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού… … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Εθνικό θέατρο — Κρατικό θέατρο της Ελλάδας που ιδρύθηκε το 1930. Το 1901 ιδρύθηκε το Βασιλικό Θέατρο,τοοποίο στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου 22. Το κτίριο αυτό κατασκευάστηκε κατά το διάστημα 1895 1901, σε σχέδια του Γερμανού… … Dictionary of Greek
Ντέφνερ, Μίκαελ — (Mikael Deffner, Ντεναβέρντ, Βαυαρία 1848 – Αθήνα 1934). Γερμανός φιλόλογος, αρχαιολόγος και μελετητής της νεοελληνικής γλώσσας. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1871 και μεταξύ 1872 78 δίδαξε ως υφηγητής της συγκριτικής γλωσσολογίας και λατινικής… … Dictionary of Greek
Πασκάλ, Μπλενζ — (Pascal Blaise, Κλερμόν Φεράν, Oβέρνη 1623 – Παρίσι 1662). Γάλλος φιλόσοφος, επιστήμονας και συγγραφέας. Ο πατέρας του (Ετιέν Πασκάλ), κρατικός αξιωματούχος που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Μπλεζ έδειξε τόσο πρώιμα … Dictionary of Greek
βιβλιογραφία — η το σύνολο βιβλίων ή δημοσιευμάτων που αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο συγγραφέα ή θέμα: Η μελέτη σχετικής βιβλιογραφίας είναι απαραίτητη πριν αρχίσει κανείς να γράφει επιστημονική εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογοκλόπος — ο αυτός που παρουσιάζει ως δική του ξένη λογοτεχνική ή επιστημονική εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)